-
1 istisna
εξαίρεση -
2 exception
εξαίρεση -
3 výjimka
εξαίρεση -
4 exception
εξαίρεση -
5 wyjątek
εξαίρεση -
6 исключение
исключение с η εξαίρεση; в виде \исключениея σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση без \исключенией χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως за \исключениеем... εκτός...* * *сη εξαίρεσηв ви́де исключе́ния — σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση
без исключе́ний — χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως
за исключе́нием… — εκτός…
-
7 исключение
-я ουδ.1. αποκλειση, -σμός• εξαίρεση• διαγραφή.2. αποβολή, διώξιμο.εκφρ.в виде -я – σαν εξαίρεση, κατ εξαίρεση•без -я – χωρίς εξαίρεση•за исключение – εκτός,πλην, εξαιρέσει. -
8 исключение
1. (невключение, недопущение) η εξαίρεση 2. (удаление) η αφαίρεση 3. (из организации, учебного заведения) η διαγραφή, η αποβολή, το διώξιμο, η εκδίωξη 4. (отступление от общего правила) η εξαίρεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исключение
-
9 без
без χωρίς, δίχως· \без исключения χωρίς εξαίρεση· \без сомнения χωρίς αμφιβολία· \без пяти минут шесть είναι έξι παρά πέντε* * *χωρίς, δίχωςбез исключе́ния — χωρίς εξαίρεση
без сомне́ния — χωρίς αμφιβο λία
без пяти́ мину́т шесть — είναι έξι παρά πέντε
-
10 исключение
исключ||ениес ι, (действие) ὁ ἀποκλεισμός, ἡ ἀπόκλειοη [-ις], ἡ διαγραφή:\исключениеение из списков ἡ διαγραφή ἀπό τους καταλόγους· 2, (отступление от правила) ἡ ἐξαίρεοη [-ις]:в виде \исключениеения σάν ἐξαίρεση, κατ' ἐξαίρεσιν за \исключениеением ἐξαιρέσει, ἐκτός· без \исключениеения δίχως ἐξαίρεση, ἀνεξαιρέτως. -
11 exception
[-ʃən]1) (something or someone not included: They all work hard, without exception; With the exception of Jim we all went home early.) εξαίρεση2) (something not according to the rule: We normally eat nothing at lunchtime, but Sunday is an exception.) εξαίρεση -
12 изъятие
-я ουδ.1. αφαίρεση, ανάκληση, απόσυρση. || πάρσιμο. κατάσχεση.2. εξαίρεση•все без -я όλοι χωρίς εξαίρεση.
-
13 запрет
1. (запрещение) η απαγόρευση 2. физ. η εξαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запрет
-
14 опускание
1. (перемещение вниз) το κατέβασμα, η κάθοδος, η κατάβαση 2. (выбрасывание) η παράλειψη, η εξαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опускание
-
15 изъятие
изъят||иес1. ἡ ἀφαίρεση [-ις], ἡ ἄρση[-ις], τό βγάλσιμο, ἡ κατάσχεση [-ις] / ἡ ἀπομάκρυνση [-ις], ἡ μετατόπιση [-ις] (удаление):\изъятие из. обращения ἡ ἄρση ἀπό τήν κυκλοφορία·2. (исключение) ἡ ἐξαί-ρεση [-ις]:все без \изъятиеия ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση. -
16 малое
мал||оес τό λίγο:без \малоеого... σχεδόν, περίπου...· самое \малоеое τό ὁλιγώτερο· довольствоваться \малоеым εἶμαι ὁλιγαρκής· ◊ с \малоеых лет ἀπό τά μικρά μου χρόνια, ἀπό τά μικράτα μου· мал, да удал погов. μικρός, ἀλλά θαυματουργός· от \малоеа до велика μικροί καί μεγάλοι, ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση· мал \малоеа меньше разг ὁ ἔνας πιό μικρός ἀπ' τόν ἀλλο.малый IIм разг τό ἀγόρι, τό παιδί, τό παλληκάρι:славный \малое ὁ λεβέντης·, он \малое не промах εἶναι διαβόλου κάλτσα. -
17 отвод
отводм1. (воды) ἡ παροχέτευση [-ις], ἡ ἀποχέτευση [-ις]·2. (кандидата и т. п.) ἡ ἐξαίρεση [-ις]:дава́ть \отвод ἀπορρίπτω τήν ὑποψηφιότητα· подлежащий \отводу ἀπορριπτέος, ἐξαιρέσιμος·3. тех. ἡ γωνιά / эл. ἡ διακλάδωση (σωλήνα, ήλεκτροσυρμάτων κ.λ.π.), τό κύρτωμα, ἡ καμπή·4. (земель) ἡ παροχή, ἡ ἀπονομή· ◊ для \отвода глаз γιά τά μάτια -
18 поголовно
поголо́вн||онареч:все \поголовно ὀλοι δίχως ἐξαίρεση, ἀπαξάπαντες. -
19 составлять
составлятьнесов1. (собирать, объединять) συνενώνω·2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:\составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:\составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·4. (представлять, являться) ἀποτελώ:\составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι. -
20 excepting
preposition (leaving out or excluding: Those cars are all reliable, excepting the old red one.) με εξαίρεση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… … Dictionary of Greek
εξαίρεση — η 1. εξαγωγή, απόσπαση, αφαίρεση: Εξαίρεση καλοήθους όγκου. 2. απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο, ειδική περίπτωση, ιδιοτυπία: Ξεχωρίζει από το σόι του, είναι εξαίρεση. 3. διάκριση, ξεχώρισμα, προτίμηση: Δεν κάνει εξαιρέσεις. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek